- φανερογόνος
- -α, -ο, Νβοτ. φανερόγαμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανερόγαμος — φανερόγαμος, η, ο και φανερογόνος, α, ο (για φυτά) 1. αυτός που έχει φανερά τα πολλαπλασιαστικά του όργανα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φανερόγαμα, τα και φανερογόνα, τα άθροισμα φυτών των οποίων τα αναπαραγωγικά όργανα είναι ορατά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)